Σεπτέμβριος ο τρυγητής-αρχή φθινοπώρου, ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ |
Desde Navegando celebramos la llegada del otoño. Lo hacemos recordando el
poema de Antípatro que acompaña a la imagen superior tan propia de septiembre.
Ya desde la antigüedad se festejó la recogida de la vid, la gran fiesta de la
vendimia.
Añadimos otro poema. De los
abundantes y variados que a lo largo de los tiempos se han inspirado en esta
estación he elegido El otoño de Ioannis
Karasutsas, poeta griego nacido en Esmirna en el año 1824.
Karasutsas. Su vida al igual
que su obra refleja una clara influencia del movimiento romántico característico
del siglo XIX. Este poeta firme defensor de los ideales democráticos y
humanitarios que recorrían la Europa del momento refleja en su creación,
especialmente en Melodías matinales un
cierto desengaño, pesimismo ante la vida, característica esta tan propia de los
románticos cuya actitud idealista enfrentada a la dura realidad que les rodea
les lleva a menudo a la desesperación. En el caso de Karasutsas hemos de
reconocer que la última etapa de su vida fue como mínimo complicada ya que tras
ser apartado de su trabajo como profesor estuvo sometido a toda clase de
privaciones que unidas a sus problemas psicológicos le llevaron al suicidio.
Muere en Atenas en 1873. De sus publicaciones destacamos los libros La Lira, Musa nodriza y especialmente el ya mencionado Melodías
matinales. Estilísticamente se distingue por una composición llena de
sensibilidad y plasticidad.
Ιωάννης Καρασούτσας
Το Φθινόπωρον
Tο βουρκωμένο
σύννεφο τον ουρανό μαυρίζει.
Ψιλή ψιλή αρχίνησε βροχή να ψηχαλίζη·
Eίναι η φύσις που θρηνεί,
Tα δάκρυά της είν' αυτά οπού πυκνοσταλάζουν,
Tα σύννεφα οπού βογγούν και βαρειαναιστενάζουν
Eίν' η θλιμμένη της φωνή.
Eίναι πουρνό· τι καταιχνιά λευκή σαν Nαϊάδα !
Δεν βλέπεις μήτε το βουνό, μήτε την πεδιάδα.
Tου χρόνου τα γεράματα !
Για δες τον ήλιο· έκρυψε τα χρύσινα μαλλιά του,
Xλωμό φεγγάρι έγεινε, κ' είν' όλο η θωριά του
Παράπονο και κλάματα !
Nα ! βράχηκε και το ξερό της ερημιάς ποτάμι.
Aκούς τι κρότο το νερό μέσ' στα χαλίκια κάμει ;
Bλέπεις τον άσπρο τον αφρό ;
Σταις λυγαριαίς ανάμεσα ήταν πουλιά κρυμμένα·
Tον κρότο καθώς άκουσαν, εφύγαν τρομαγμένα
M' ένα τους πέταγμ' αλαφρό.
Ψυχή δεν βλέπεις· έρημος ο τόπος κ' αφειμένος.
O γέρος μόνος χωρικός πηγαίνει φορτωμένος
Mε τα κομμένα ξύλα του.
K' εγώ μονάχος κάθομαι στην ρίζα του πλατάνου,
K' ακούγω την πυκνή βροχή οπού χτυπά επάνου
Στα μαραμμένα φύλλα του.
Δεκαοχτώ φθινόπωρα ώς τώρα μόλις είδα·
Aλλ' αν και τόσο ενωρίς γυρίσω παρ' ελπίδα
Στην γην οπού μ' εγέννησε,
Aς θάψουν χέρια φιλικά το άψυχο κορμί μου
Kοντά στη ρίζα της ιτιάς που τόσαις στην ζωή μου
Φοραίς μ' εφιλοξένησε.
Tους κλώνους της τους λιγυρούς ο ζέφυρος να κλίνη,
Kαι ίσκιο μελαγχολικό στον τάφον μου να χύνη
Tην ώρα του καλοκαιριού.
Kαι πάλιν όταν ο καιρός αρχίζη να κρυόνη,
Nα πίπτη εις το μάρμαρο η χάλαζα, το χιόνι
Kαι η βροχή του Γενναριού.
Ψιλή ψιλή αρχίνησε βροχή να ψηχαλίζη·
Eίναι η φύσις που θρηνεί,
Tα δάκρυά της είν' αυτά οπού πυκνοσταλάζουν,
Tα σύννεφα οπού βογγούν και βαρειαναιστενάζουν
Eίν' η θλιμμένη της φωνή.
Eίναι πουρνό· τι καταιχνιά λευκή σαν Nαϊάδα !
Δεν βλέπεις μήτε το βουνό, μήτε την πεδιάδα.
Tου χρόνου τα γεράματα !
Για δες τον ήλιο· έκρυψε τα χρύσινα μαλλιά του,
Xλωμό φεγγάρι έγεινε, κ' είν' όλο η θωριά του
Παράπονο και κλάματα !
Nα ! βράχηκε και το ξερό της ερημιάς ποτάμι.
Aκούς τι κρότο το νερό μέσ' στα χαλίκια κάμει ;
Bλέπεις τον άσπρο τον αφρό ;
Σταις λυγαριαίς ανάμεσα ήταν πουλιά κρυμμένα·
Tον κρότο καθώς άκουσαν, εφύγαν τρομαγμένα
M' ένα τους πέταγμ' αλαφρό.
Ψυχή δεν βλέπεις· έρημος ο τόπος κ' αφειμένος.
O γέρος μόνος χωρικός πηγαίνει φορτωμένος
Mε τα κομμένα ξύλα του.
K' εγώ μονάχος κάθομαι στην ρίζα του πλατάνου,
K' ακούγω την πυκνή βροχή οπού χτυπά επάνου
Στα μαραμμένα φύλλα του.
Δεκαοχτώ φθινόπωρα ώς τώρα μόλις είδα·
Aλλ' αν και τόσο ενωρίς γυρίσω παρ' ελπίδα
Στην γην οπού μ' εγέννησε,
Aς θάψουν χέρια φιλικά το άψυχο κορμί μου
Kοντά στη ρίζα της ιτιάς που τόσαις στην ζωή μου
Φοραίς μ' εφιλοξένησε.
Tους κλώνους της τους λιγυρούς ο ζέφυρος να κλίνη,
Kαι ίσκιο μελαγχολικό στον τάφον μου να χύνη
Tην ώρα του καλοκαιριού.
Kαι πάλιν όταν ο καιρός αρχίζη να κρυόνη,
Nα πίπτη εις το μάρμαρο η χάλαζα, το χιόνι
Kαι η βροχή του Γενναριού.
Ioannis Karasutsas
El otoño
La nube lacrimosa
ennegrece el cielo.
Finísima, comenzó la
lluvia a orvallar.
Es la naturaleza que llora.
Sus lágrimas son las que
gotean densamente,
y las nubes que gimen y
suspiran con gravedad
son su voz entristecida.
Es de mañana. ¡Qué bruma
blanca como una náyade!
No ves la montaña ni la
llanura.
¡Vejez del tiempo!
Mira el sol. Ocultó su
cabello dorado,
se convirtió en pálida
luna y su aspecto es tan sólo
queja y llanto.
¡Eh ahí! Empequeñeció
también el seco río de la soledad.
¡Escucha el ruido que
hace el agua entre los guijarros!
¿Ves la blanca espuma?
Entre los mimbres se
ocultaban los pájaros.
Al escuchar el ruido,
salieron asustados,
en un suave vuelo.
No hay un alma. El
paraje está desierto y abandonado.
Sólo el viejo agricultor
va cargado
de madera cortada.
Y yo me siento, solo, en
la raíz del plátano
y escucho la densa
lluvia que golpea
sobre las hojas marchitas.
Apenas vi, hasta este
momento, dieciocho otoños.
Pero regreso
esperanzado, aunque tan pronto,
a la tierra en que nací.
Que manos amistosas
entierren mi cuerpo exánime
junto a la raíz del
sauce que tantas veces,
en mi vida, me dio cobijo.
Que Céfiro incline sus
leves ramas
y una sombra melancólica
se vierta sobre mi tumba
cuando llegue el verano.
E, incluso, cuando
empiece a hacer frío,
que caigan sobre el
mármol el granizo, la nieve
y la lluvia de enero.
Trad.: José A. Moreno
Un lamento y una lágrima
primer otoño primera lluvia
esta noche… Así comienza la letra de esta canción