Sobre la poesía
habría un par de cosas que decir/
que nadie la lee mucho/
que esos nadie son pocos/
que todo el mundo está con el asunto de la crisis mundial/ y
con el asunto de comer cada día/se trata
de un asunto importante/recuerdo
cuando murió de hambre el tío juan/
decía que ni se acordaba de comer y que no había problema/
pero el problema fue después/
no había plata para el cajón/
y cuando finalmente pasó el camión municipal a llevárselo
el tío juan parecía un pajarito/
los de la municipalidad lo miraron con desprecio o desdén/
murmuraban
que siempre los están molestando/
que ellos eran hombres y enterraban hombres/y no
pajaritos como el tío juan/especialmente
porque el tío estuvo cantando pío-pío todo el viaje
hasta el crematorio municipal/
y a ellos les pareció un irrespeto y estaban muy ofendidos/
y cuando le daban un palmetazo para que se callara la boca/
el pío-pío volaba por la cabina del camión y ellos sentían
que
les hacía pío-pío en la cabeza/el
tío juan era así/le gustaba cantar/
y no veía por qué la muerte era motivo para no cantar/
entró al horno cantando pío-pío/salieron sus cenizas y
piaron un rato/
y los compañeros municipales se miraron los zapatos grises
de vergüenza/pero
volviendo a la poesía/
los poetas ahora la pasan bastante mal/
nadie los lee mucho/esos nadie son pocos/
el oficio perdió prestigio/para un poeta es cada día más
difícil
conseguir el amor de una muchacha/
ser candidato a presidente/que algún almacenero le fíe/
que un guerrero haga hazañas para que él las cante/
que un rey le pague cada verso con tres monedas de oro/
y nadie sabe si eso ocurre porque se terminaron
las muchachas/los almaceneros/los guerreros/los reyes/
o simplemente los poetas/
o pasaron las dos cosas y es inútil
romperse la cabeza pensando en la cuestión/
lo lindo es saber que uno puede cantar pío-pío
en las más raras circunstancias/
tío juan después de muerto/yo ahora
para que me quierás//
Χουάν Χέλμαν
Πάνω στην ποίηση
Πάνω στην ποίηση
θα είχα λίγα πράγματα να
πω/
κανείς δεν την
διαβάζει πολύ /
κι αυτοί που
τη διαβάζουν
είναι λίγοι/
όλοι είναι με
το θέμα της
παγκόσμιας κρίσης / και
με το θέμα του να τρώνε κάθε μέρα / είναι
ένα σημαντικό θέμα / θυμάμαι
όταν πέθανε από την πείνα ο θείος Χουάν /
έλεγε ότι δεν
νοιαζόταν ούτε αν
είχε να φάει κι ότι δεν
υπήρχε πρόβλημα /
αλλά το πρόβλημα ήταν μετά /
που δεν υπήρχαν χρήματα για το
φέρετρο /
και όταν πέρασε τελικά το δημοτικό φορτηγό για να
τον πάρει
ο θείος Χουάν φαινόταν σαν
ένα μικρό πουλί /
και κείνοι του
δήμου τον κοίταξαν με καταφρόνια ή
περιφρόνηση /
μουρμούριζαν
τους ενοχλούσε πάντα /
που εκείνοι ήταν άνθρωποι που θάβονταν ως άνθρωποι
/ και
όχι πουλιά, όπως ο θείος Χουάν/ ειδικά
επειδή ο τύπος τραγουδούσε πιπ-πιπ ολόκληρο ταξίδι
μέχρι το δημοτικό αποτεφρωτήριο /
Είναι ήδη φαίνεται ασεβές και ήταν πολύ προσβλημένοι /
και όταν του
έδωσαν ένα χαστούκι για να κλείσει το στόμα /
το πιπ-πιπ πετούσε γύρω από
την καμπίνα του
φορτηγού κι ένιωσαν
πως τους έκανε πιπ-πιπ πάνω στο κεφάλι /
Ο θείος Χουάν ήταν έτσι/ του άρεσε να τραγουδάει /
και δεν έβλεπε γιατί ο θάνατος ήταν λόγος να
μην τραγουδάει /
Μπήκε στο φούρνο τραγουδώντας πιπ-πιπ / βγήκαν οι στάχτες του
και τσίριξαν λίγο /
κι οι δημοτικοί συνάδελφοι του εξέτασαν τα γκρι παπούτσια της ντροπής / μα επιστρέφοντας
στην ποίηση /
οι ποιητές σήμερα περνούν πολύ άσχημα /
κανείς δεν τους διαβάζει πολύ / κι αυτοί που τους διαβάζουν είναι λίγοι /
το επάγγελμα έχασε το κύρος / για έναν ποιητή είναι
κάθε μέρα όλο
και πιο δύσκολο
να κερδίσει
την αγάπη μιας κοπέλας /
να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος / που κάποιος μπακάλης τον
εμπιστεύεται /
και κάποιος πολεμιστής κάνει κατορθώματα για να τα
τραγουδήσει /
κι ένας βασιλιάς που πληρώνει κάθε στίχο με τρία χρυσά
νομίσματα /
και κανείς δεν ξέρει αν αυτό συμβαίνει επειδή τελείωσαν
τα κορίτσια /οι
παντοπώλες /οι πολεμιστές /
οι βασιλιάδες /
ή απλά οι ποιητές /
ή συνέβησαν και τα δύο κι είναι άχρηστο
να σπάσεις το κεφάλι σου για να σκεφθείς γι΄ αυτό το θέμα /
πόσο ωραίο να ξέρεις ότι κάποιος μπορεί να τραγουδήσει
πιπ-πιπ-
στις πιο σπάνιες περιπτώσεις /
ο θείος Χουάν μετά το θάνατο / κι εγώ τώρα
θέλω να/ /
Μετάφραση:
Μόσχος Εμμανουήλ Λαγκουβάρδος