Foto: Amelia G. Suárez
|
Campo
La tarde está muriendo
como un hogar humilde que se apaga.
Allá, sobre los montes,
quedan algunas brasas.
Y ese árbol roto en el camino blanco
hace llorar de lástima.
¡Dos ramas en el tronco herido, y una
hoja marchita y negra en cada rama!
¿Lloras?...Entre los álamos de oro,
lejos, la sombra del amor te aguarda.
ΚΑΜΠΟΣ
Σαν ταπεινή φωτιά που σβήνει
πεθαίνει το απόγευμα.
Εκεί, στα βουνά,
μερικά κάρβουνα απομένουν.
Και εκείνο το κομμένο δέντρο στον άσπρο
δρόμο
σε κάνει από τη λύπη να κλαις.
Στον πληγωμένο κορμό δύο κλαριά
μ΄ ένα μαραμένο φύλλο στο καθένα.
Κλαις;.... Ανάμεσα στις χρυσές ιτιές,
μακριά,
η σκιά της αγάπης σε φυλάει.
Anoche
cuando dormía...
Anoche
cuando dormía
soñé,
¡bendita ilusión!,
que
una fontana fluía
dentro
de mi corazón.
Di,
¿por qué acequia escondida,
agua,
vienes hasta mí,
manantial
de nueva vida
de
donde nunca bebí?
Anoche
cuando dormía
soñé,
¡bendita ilusión!,
que
una colmena tenía
dentro
de mi corazón;
y
las doradas abejas
iban
fabricando en él,
con
las amarguras viejas
blanca
cera y dulce miel.
Anoche
cuando dormía
soñé,
¡bendita ilusión!,
que
un ardiente sol lucía
dentro
de mi corazón.
Era
ardiente porque daba
calores
de rojo hogar,
y
era sol porque alumbraba
y
porque hacía llorar.
Anoche
cuando dormía
soñé,
¡bendita ilusión!,
que
era Dios lo que tenía
dentro
de mi corazón.
ΑΠΟΨΕ
ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ
Απόψε,
στον ύπνο μου
ονειρεύτηκα, ευλογημένο όνειρο,
πως μια πηγή έρρεε
μέσ΄ στην καρδιά μου.
Πες μου γιατί κρυμμένο αυλάκι,
νερό, έρχεσαι σε μένα,
πηγή μιας νέας ζωής
από όπου ποτέ δεν ήπια;
Απόψε στον ύπνο μου
ονειρεύτηκα , ευλογημένο όνειρο,
πως μια κυψέλη
είχα μέσα στην καρδιά μου
κι οι χρυσομέλισσες
θα παρασκεύαζαν σ' αυτήν
με τις παλιές πίκρες
άσπρο κερί και γλυκό μέλι.
Απόψε στον ύπνο μου
ονειρεύτηκα, ευλογημένο όνειρο,
πως ένα ήλιος θερμός λαμποκοπούσε
μέσ΄ στην καρδιά μου.
Θερμός γιατί ανάδινε
χρώματα κόκκινου σπιτιού
και ήλιος γιατί φώτιζε
κι έφερνε δάκρια.
Απόψε στον ύπνο μου
ονειρεύτηκα, ευλογημένο όνειρο,
πώς ήταν ο Θεός αυτό που είχα
μέσ΄
στην καρδιά μου.
Μετάφραση: Μόσχος Εμμ. Λαγκουβάρδος