martes, 18 de diciembre de 2012

Antonio Machado: Campo / Anoche cuando dormía





Foto:  Amelia G. Suárez


























Campo

La tarde está muriendo
como un hogar humilde que se apaga.

Allá, sobre los montes,
quedan algunas brasas.

Y ese árbol roto en el camino blanco
hace llorar de lástima.

¡Dos ramas en el tronco herido, y una
hoja marchita y negra en cada rama!

¿Lloras?...Entre los álamos de oro,
lejos, la sombra del amor te aguarda.



 ΚΑΜΠΟΣ

Σαν ταπεινή φωτιά που σβήνει
πεθαίνει το απόγευμα.

Εκεί, στα βουνά,
μερικά κάρβουνα απομένουν.

Και εκείνο το κομμένο δέντρο στον άσπρο δρόμο
σε κάνει από τη λύπη να κλαις.

Στον πληγωμένο κορμό δύο κλαριά
μ΄ ένα μαραμένο φύλλο στο καθένα.

Κλαις;.... Ανάμεσα στις χρυσές ιτιές, μακριά,
η σκιά της αγάπης σε φυλάει.




Anoche cuando dormía...

Anoche cuando dormía
soñé, ¡bendita ilusión!,
que una fontana fluía
dentro de mi corazón.

Di, ¿por qué acequia escondida,
agua, vienes hasta mí,
manantial de nueva vida
de donde nunca bebí?

Anoche cuando dormía
soñé, ¡bendita ilusión!,
que una colmena tenía
dentro de mi corazón;

y las doradas abejas
iban fabricando en él,
con las amarguras viejas
blanca cera y dulce miel.

Anoche cuando dormía
soñé, ¡bendita ilusión!,
que un ardiente sol lucía
dentro de mi corazón.

Era ardiente porque daba
calores de rojo hogar,
y era sol porque alumbraba
y porque hacía llorar.

Anoche cuando dormía
soñé, ¡bendita ilusión!,
que era Dios lo que tenía
dentro de mi corazón.



  ΑΠΟΨΕ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ

          Απόψε, στον ύπνο μου
ονειρεύτηκα, ευλογημένο όνειρο,
πως μια πηγή έρρεε
μέσ΄ στην καρδιά μου.

Πες μου γιατί κρυμμένο αυλάκι,
νερό, έρχεσαι σε μένα,
πηγή μιας νέας ζωής
από όπου ποτέ δεν ήπια;

       Απόψε στον ύπνο μου
ονειρεύτηκα , ευλογημένο όνειρο,
πως μια κυψέλη
είχα μέσα στην καρδιά μου

κι οι χρυσομέλισσες
θα παρασκεύαζαν σ' αυτήν
με τις παλιές πίκρες
άσπρο κερί και γλυκό μέλι.
   
   Απόψε στον ύπνο μου
ονειρεύτηκα, ευλογημένο όνειρο,
πως ένα ήλιος θερμός λαμποκοπούσε
μέσ΄ στην καρδιά μου.

Θερμός γιατί ανάδινε
χρώματα κόκκινου σπιτιού
και ήλιος γιατί φώτιζε
κι έφερνε δάκρια.

   Απόψε στον ύπνο μου
ονειρεύτηκα, ευλογημένο όνειρο,
πώς ήταν ο Θεός αυτό που είχα
μέσ΄  στην καρδιά μου.


Μετάφραση: Μόσχος Εμμ. Λαγκουβάρδος